- Ναίοισι
- Νάιαneut dat pl (epic ionic aeolic)Νάιοςmasc dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναίοισι — ναίω 1 dwell pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) ναίω 1 dwell pres ind act 3rd pl (aeolic) ναίω 2 dwell pres part act masc/neut dat pl (epic doric aeolic) ναίω 2 dwell pres ind act 3rd pl (epic aeolic) νᾱΐοισι , νήιος masc/neut dat pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίχορος — καλλίχορος, ον (Α) 1. (για πόλεις) αυτός που έχει ωραίους τόπους για χορό («παρὰ καλλίχορον ναίοισι πόλιν», Πίνδ.) 2. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ωραίους χορούς («τρόπον τὸν καλλιχορώτατον παίζοντες», Αριστοφ.) 3. (για τον Απόλλωνα) ο καλός… … Dictionary of Greek